κρέμαση

κρέμαση
[-ις (-εως)] η
1) вешание; подвешивание; развешивание; 2) отвесный уступ (в русле реки); 3) жёлоб (водяной мельницы); 4) мор. высота паруса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κρέμαση" в других словарях:

  • κρέμαση — η (AM κρέμασις) [κρεμάννυμι] κρέμασμα, ανάρτηση νεοελλ. 1. κατηφορικός τόπος απ όπου πέφτει νερό με ορμή 2. ναυτ. το ύψος τών ιστίων …   Dictionary of Greek

  • κρέμαση — η 1. κρέμασμα. 2. κατωφέρεια από την οποία χύνεται το νερό με ορμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμάση — κρέμασις hanging up fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάσῃ — κρεμάσηι , κρέμασις hanging up fem dat sg (epic) κρεμάννυμι hramjan aor subj mid 2nd sg κρεμάννυμι hramjan aor subj act 3rd sg κρεμάννυμι hramjan fut ind mid 2nd sg κρεμά̱σῃ , κρεμάω hramjan aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) κρεμά̱σῃ , κρεμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ακρέμαστος — (I) η, ο [κρεμαστός] 1. αυτός που δεν κρεμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να κρεμαστεί από κάπου 2. αυτός που δεν θανατώθηκε με απαγχονισμό. (II) η, ο [κρέμαση] (για ακροκέραμα στέγης κ.λπ.) εκείνος που δεν έχει κρέμαση* για να φεύγουν τα νερά, που… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»